συνεκτίμηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνεκτίμηση | οι | συνεκτιμήσεις |
γενική | της | συνεκτίμησης* | των | συνεκτιμήσεων |
αιτιατική | τη | συνεκτίμηση | τις | συνεκτιμήσεις |
κλητική | συνεκτίμηση | συνεκτιμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνεκτιμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνεκτίμηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συνεκτιμώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνεκτίμηση
|