προπορευμόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προπορευμόμενος < προπορεύομαι
Μετοχή επεξεργασία
προπορευμόμενος, -η, -ο
- που προπορεύεται, που προχωρά μπροστά από τους άλλους
Μεταφράσεις επεξεργασία
προπορευμόμενος
|
προπορευμόμενος, -η, -ο
|