προνόμιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | προνόμιον | τὰ | προνόμιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | προνομίου | τῶν | προνομίων | ||||
δοτική | τῷ | προνομίῳ | τοῖς | προνομίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | προνόμιον | τὰ | προνόμιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | προνόμιον | προνόμιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προνομίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | προνομίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προνόμιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική προ- + νόμ(ος) + -ιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρονόμιον, -ου ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) συνώνυμο του προνομία: προνόμιο, κατ' εξαίρεσιν δικαίωμα
Πηγές
επεξεργασία- προνόμιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.