προνόμια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoˈno.mi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐νό‐μι‐α
- τονικό παρώνυμο: προνομία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
προνόμια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του προνόμιο
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
προνόμια ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του προνόμιον