προδημοσίευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προδημοσίευση | οι | προδημοσιεύσεις |
γενική | της | προδημοσίευσης* | των | προδημοσιεύσεων |
αιτιατική | την | προδημοσίευση | τις | προδημοσιεύσεις |
κλητική | προδημοσίευση | προδημοσιεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προδημοσιεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προδημοσίευση < προδημοσιεύω + -ση
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προδημοσίευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προδημοσιεύω
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προδημοσίευση