Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pʁe.py.bli.ka.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
prépublication prépublications

prépublication (fr) θηλυκό