↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προβοσκιδοφόρος η προβοσκιδοφόρος
προβοσκιδοφόρα
το προβοσκιδοφόρο
      γενική του προβοσκιδοφόρου της προβοσκιδοφόρου
προβοσκιδοφόρας
του προβοσκιδοφόρου
    αιτιατική τον προβοσκιδοφόρο την προβοσκιδοφόρο
προβοσκιδοφόρα
το προβοσκιδοφόρο
     κλητική προβοσκιδοφόρε προβοσκιδοφόρε
προβοσκιδοφόρα
προβοσκιδοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προβοσκιδοφόροι οι προβοσκιδοφόροι
προβοσκιδοφόρες
τα προβοσκιδοφόρα
      γενική των προβοσκιδοφόρων των προβοσκιδοφόρων των προβοσκιδοφόρων
    αιτιατική τους προβοσκιδοφόρους τις προβοσκιδοφόρους
προβοσκιδοφόρες
τα προβοσκιδοφόρα
     κλητική προβοσκιδοφόροι προβοσκιδοφόροι
προβοσκιδοφόρες
προβοσκιδοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προβοσκιδοφόρος < προβοσκίδ(α) + -φόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

προβοσκιδοφόρος, -ος/-α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία