προβοσκιδοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προβοσκιδοφόρος < προβοσκίδ(α) + -φόρος
Επίθετο
επεξεργασίαπροβοσκιδοφόρος, -ος/-α, -ο
- που φέρει προβοσκίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία προβοσκιδοφόρος
|
προβοσκιδοφόρος, -ος/-α, -ο
|