προβέντζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προβέντζα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματικό, παρωχημένο) η μεταβολή του ανέμου από νότιο σε βόρειο με τρόπο αιφνίδιο, με ενίσχυσή του και συνοδεία αστραπών και βροντών
Μεταφράσεις επεξεργασία
προβέντζα
|