προαποβίωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προαποβίωση | οι | προαποβιώσεις |
γενική | της | προαποβίωσης* | των | προαποβιώσεων |
αιτιατική | την | προαποβίωση | τις | προαποβιώσεις |
κλητική | προαποβίωση | προαποβιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προαποβιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προαποβίωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προαποβίω(σις) + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + αποβίωση + απο- + βίωση.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.a.poˈvi.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐α‐πο‐βί‐ω‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
προαποβίωση θηλυκό
- (νομικός όρος) η αποβίωση, ο θάνατος προσώπου πριν από ένα άλλο πρόσωπο
- ↪ Σε περίπτωση προαποβίωσης του κληροδόχου, η κληροδοσία είναι άκυρη, αφού δε ζει πλέον κατά το θάνατο του διαθέτη.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προαποβίωση
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)