προαντιπροσωπευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προαντιπροσωπευτικός < προ- + αντιπροσωπευτικός
Επίθετο
επεξεργασίαπροαντιπροσωπευτικός, -η, -ο
- που προηγείται από το(ν) αντιπροσωπευτικό
- ※ Διεπιστώθη, εξάλλου, πως από μόνη της η θεσμική κατοχύρωση ενός δικαιώματος σε ένα προαντιπροσωπευτικό, κατ' ουσίαν ολιγαρχικό πολιτικό σύστημα (Δημήτριος Καζούκας, Η ελευθερία της έκφρασης κατά την ΕΣΔΑ και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ στη σημερινή ελληνική συγκυρία, Διπλωματική εργασία, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 2014 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία προαντιπροσωπευτικός
|