Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προαντιπροσωπευτικός η προαντιπροσωπευτική το προαντιπροσωπευτικό
      γενική του προαντιπροσωπευτικού της προαντιπροσωπευτικής του προαντιπροσωπευτικού
    αιτιατική τον προαντιπροσωπευτικό την προαντιπροσωπευτική το προαντιπροσωπευτικό
     κλητική προαντιπροσωπευτικέ προαντιπροσωπευτική προαντιπροσωπευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προαντιπροσωπευτικοί οι προαντιπροσωπευτικές τα προαντιπροσωπευτικά
      γενική των προαντιπροσωπευτικών των προαντιπροσωπευτικών των προαντιπροσωπευτικών
    αιτιατική τους προαντιπροσωπευτικούς τις προαντιπροσωπευτικές τα προαντιπροσωπευτικά
     κλητική προαντιπροσωπευτικοί προαντιπροσωπευτικές προαντιπροσωπευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προαντιπροσωπευτικός < προ- + αντιπροσωπευτικός

  Επίθετο επεξεργασία

προαντιπροσωπευτικός, -η, -ο

  • που προηγείται από το(ν) αντιπροσωπευτικό
    ※  Διεπιστώθη, εξάλλου, πως από μόνη της η θεσμική κατοχύρωση ενός δικαιώματος σε ένα προαντιπροσωπευτικό, κατ' ουσίαν ολιγαρχικό πολιτικό σύστημα (Δημήτριος Καζούκας, Η ελευθερία της έκφρασης κατά την ΕΣΔΑ και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ στη σημερινή ελληνική συγκυρία, Διπλωματική εργασία, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 2014 [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία