Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πριονωτός η πριονωτή το πριονωτό
      γενική του πριονωτού της πριονωτής του πριονωτού
    αιτιατική τον πριονωτό την πριονωτή το πριονωτό
     κλητική πριονωτέ πριονωτή πριονωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πριονωτοί οι πριονωτές τα πριονωτά
      γενική των πριονωτών των πριονωτών των πριονωτών
    αιτιατική τους πριονωτούς τις πριονωτές τα πριονωτά
     κλητική πριονωτοί πριονωτές πριονωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
πριονωτό μαχαίρι

  Ετυμολογία επεξεργασία

πριονωτός < αρχαία ελληνική πριονωτός

  Επίθετο επεξεργασία

πριονωτός

  • που η άκρη του μοιάζει με του πριονιού, δηλαδή έχει μικρές μυτερές προεξοχές («δόντια»)
    τα φύλλα της καστανιάς είναι μακρόστενα και πριονωτά

  Μεταφράσεις επεξεργασία