πριονιστήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πριονιστήριο | τα | πριονιστήρια |
γενική | του | πριονιστήριου & πριονιστηρίου |
των | πριονιστήριων & πριονιστηρίων |
αιτιατική | το | πριονιστήριο | τα | πριονιστήρια |
κλητική | πριονιστήριο | πριονιστήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπριονιστήριο ουδέτερο
- μηχάνημα, κτήριο, εργαστήριο ή επιχείρηση που κόβει κορμούς δέντρων για κατασκευή ξυλείας σε εμπορεύσιμη μορφή (σανίδες, καδρόνια, τάβλες ή ακόμα και κομμάτια κατάλληλα για τζάκι, σόμπες κλπ)