↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πριονιστήριο τα πριονιστήρια
      γενική του πριονιστήριου
πριονιστηρίου
των πριονιστήριων
πριονιστηρίων
    αιτιατική το πριονιστήριο τα πριονιστήρια
     κλητική πριονιστήριο πριονιστήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πριονιστήριο < πριονίζω + -τήριο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πριονιστήριο ουδέτερο

  • μηχάνημα, κτήριο, εργαστήριο ή επιχείρηση που κόβει κορμούς δέντρων για κατασκευή ξυλείας σε εμπορεύσιμη μορφή (σανίδες, καδρόνια, τάβλες ή ακόμα και κομμάτια κατάλληλα για τζάκι, σόμπες κλπ)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία