Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρηστήρ οἱ πρηστῆρες
      γενική τοῦ πρηστῆρος τῶν πρηστήρων
      δοτική τῷ πρηστῆρ τοῖς πρηστῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πρηστῆρ τοὺς πρηστῆρᾰς
     κλητική ! πρηστήρ πρηστῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πρηστῆρε
γεν-δοτ τοῖν  πρηστήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρηστήρ < + -τήρ λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρηστήρ αρσενικό

  1. (άνεμος) τυφώνας, ανεμοστρόβιλος
    ※  4ος αιώνας πκε Ψευδο-Ἀριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 4 @scaife.perseus
    Τῶν γε μὴν βιαίων πνευμάτων καταιγὶς μέν ἐστι πνεῦμα ἄνωθεν τύπτον ἐξαίφνης, θύελλα δὲ πνεῦμα βίαιον καὶ ἄφνω προσαλλόμενον, λαῖλαψ δὲ καὶ στρόβιλος πνεῦμα εἰλούμενον κάτωθεν ἄνω, ἀναφύσημα δὲ γῆς πνεῦμα ἄνω φερόμενον κατὰ τὴν ἐκ βυθοῦ τινος ἢ ῥήγματος ἀνάδοσιν· ὅταν δὲ εἰλούμενον πολὺ φέρηται, πρηστὴρ χθόνιός ἐστιν.
  2. (ελληνιστική σημασία)
    1. διπλό φυσερό
    2. (στον πληθυντικό) οι δυο φλέβες του λαιμού, πρησμένες από θυμό
    3. είδος ερπετού

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία