πρηστήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πρηστήρ | οἱ | πρηστῆρες |
γενική | τοῦ | πρηστῆρος | τῶν | πρηστήρων |
δοτική | τῷ | πρηστῆρῐ | τοῖς | πρηστῆρσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | πρηστῆρᾰ | τοὺς | πρηστῆρᾰς |
κλητική ὦ! | πρηστήρ | πρηστῆρες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρηστῆρε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πρηστήροιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρηστήρ < + -τήρ → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρηστήρ αρσενικό
- (άνεμος) τυφώνας, ανεμοστρόβιλος
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Ψευδο-Ἀριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 4 @scaife.perseus
- Τῶν γε μὴν βιαίων πνευμάτων καταιγὶς μέν ἐστι πνεῦμα ἄνωθεν τύπτον ἐξαίφνης, θύελλα δὲ πνεῦμα βίαιον καὶ ἄφνω προσαλλόμενον, λαῖλαψ δὲ καὶ στρόβιλος πνεῦμα εἰλούμενον κάτωθεν ἄνω, ἀναφύσημα δὲ γῆς πνεῦμα ἄνω φερόμενον κατὰ τὴν ἐκ βυθοῦ τινος ἢ ῥήγματος ἀνάδοσιν· ὅταν δὲ εἰλούμενον πολὺ φέρηται, πρηστὴρ χθόνιός ἐστιν.
- (ελληνιστική σημασία)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πρηστήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρηστήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.