πρακτικισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρακτικισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεωρία που θεωρεί σημαντικότερη την πρακτική προσέγγιση ενός ζητήματος κι αφήνει κατά μέρος τη θεωρητική
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρακτικισμός
|