πραγματογνωστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πραγματογνωστικός < πραγματογνωσία + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
πραγματογνωστικός
- που έχει σχέση με την πραγματογνωσία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις επεξεργασία
πραγματογνωστικός
|