πραγματογνωσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπραγματογνωσία θηλυκό
- η γνώση των πραγμάτων (που μας περιβάλλουν)
- (παρωχημένο) σχετικό μάθημα σε μαθητές δημοτικού σχολείου
Μεταφράσεις
επεξεργασία πραγματογνωσία
|