ποσοτικοποιήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποσοτικοποιήσιμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαποσοτικοποιήσιμος, -η, -ο
- που δύναται να περιγραφεί ποσοτικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποσοτικοποιήσιμος
ποσοτικοποιήσιμος, -η, -ο