Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πορτοκαλεώνας οι πορτοκαλεώνες
      γενική του πορτοκαλεώνα των πορτοκαλεώνων
    αιτιατική τον πορτοκαλεώνα τους πορτοκαλεώνες
     κλητική πορτοκαλεώνα πορτοκαλεώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορτοκαλεώνας < (καθαρεύουσα) πορτοκαλεών < πορτοκάλ(ι) + -εών > -εώνας [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /poɾ.to.ka.leˈo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πορ‐το‐κα‐λε‐ώ‐νας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πορτοκαλεώνας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία