Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πορτοκαλεών οἱ πορτοκαλεῶνες
      γενική τοῦ πορτοκαλεῶνος τῶν πορτοκαλεώνων
      δοτική τῷ πορτοκαλεῶνι τοῖς πορτοκαλεῶσι(ν)
    αιτιατική τὸν πορτοκαλεῶνα τοὺς πορτοκαλεῶνας
     κλητική ! πορτοκαλεών πορτοκαλεῶνες
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πορτοκαλεών, -ῶνος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία