πορδιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πορδιάρης | η | πορδιάρα | το | πορδιάρικο |
γενική | του | πορδιάρη | της | πορδιάρας | του | πορδιάρικου |
αιτιατική | τον | πορδιάρη | την | πορδιάρα | το | πορδιάρικο |
κλητική | πορδιάρη | πορδιάρα | πορδιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πορδιάρηδες | οι | πορδιάρες | τα | πορδιάρικα |
γενική | των | πορδιάρηδων | — | των | πορδιάρικων | |
αιτιατική | τους | πορδιάρηδες | τις | πορδιάρες | τα | πορδιάρικα |
κλητική | πορδιάρηδες | πορδιάρες | πορδιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πορδιάρης < πορδή
Επίθετο
επεξεργασίαπορδιάρης, -α, -ικο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πορδιάρης
|