Δείτε επίσης: πονήρεμα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πονήρευμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πονήρευμα. Συγκρίνετε με το πονήρεμα.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πονήρευμα ουδέτερο



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πονήρευμᾰ τὰ πονηρεύμᾰτ
      γενική τοῦ πονηρεύμᾰτος τῶν πονηρευμᾰ́των
      δοτική τῷ πονηρεύμᾰτ τοῖς πονηρεύμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ πονήρευμᾰ τὰ πονηρεύμᾰτ
     κλητική ! πονήρευμᾰ πονηρεύμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πονηρεύμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  πονηρευμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πονήρευμα < πονηρεύ(ομαι) + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πονήρευμα ουδέτερο