πολύφροντις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
πολυφροντιδ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | πολύφροντις | οἱ/αἱ | πολυφρόντιδες | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | πολυφρόντιδος | τῶν | πολυφροντίδων | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | πολυφρόντιδῐ | τοῖς/ταῖς | πολυφρόντισῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πολύφροντιν | τοὺς/τὰς | πολυφρόντιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | πολύφροντι | πολυφρόντιδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυφρόντιδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πολυφροντίδοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολύφροντις (ελληνιστική κοινή) < πολυ- + αρχαία ελληνική φροντίς
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολύφροντις, -ιδος αρσενικό ή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- που έχει πολλές φροντίδες
- ≈ συνώνυμα: πολυμέριμνος
- ≠ αντώνυμα: ἄφροντις
Συγγενικά επεξεργασία
- πολυφρόντιστος (επιμελής στις φροντίδες)
- → και δείτε τις λέξεις πολύς, φροντίς και φρήν
Πηγές επεξεργασία
- πολύφροντις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.