Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύσχιστος η πολύσχιστη το πολύσχιστο
      γενική του πολύσχιστου της πολύσχιστης του πολύσχιστου
    αιτιατική τον πολύσχιστο την πολύσχιστη το πολύσχιστο
     κλητική πολύσχιστε πολύσχιστη πολύσχιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύσχιστοι οι πολύσχιστες τα πολύσχιστα
      γενική των πολύσχιστων των πολύσχιστων των πολύσχιστων
    αιτιατική τους πολύσχιστους τις πολύσχιστες τα πολύσχιστα
     κλητική πολύσχιστοι πολύσχιστες πολύσχιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολύσχιστος < πολυ- + σχιστός (< σχίζω)

  Επίθετο επεξεργασία

πολύσχιστος, -η, -ο

  • αυτός που έχει σχιστεί, ή διαιρεθεί σε πολλά μέρη

  Μεταφράσεις επεξεργασία