Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύνευρος η πολύνευρη το πολύνευρο
      γενική του πολύνευρου της πολύνευρης του πολύνευρου
    αιτιατική τον πολύνευρο την πολύνευρη το πολύνευρο
     κλητική πολύνευρε πολύνευρη πολύνευρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύνευροι οι πολύνευρες τα πολύνευρα
      γενική των πολύνευρων των πολύνευρων των πολύνευρων
    αιτιατική τους πολύνευρους τις πολύνευρες τα πολύνευρα
     κλητική πολύνευροι πολύνευρες πολύνευρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολύνευρος < πολύ- + νεύρο

  Επίθετο επεξεργασία

πολύνευρος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία