Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολύνευρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολύνευρ
ος
η
πολύνευρ
η
το
πολύνευρ
ο
γενική
του
πολύνευρ
ου
της
πολύνευρ
ης
του
πολύνευρ
ου
αιτιατική
τον
πολύνευρ
ο
την
πολύνευρ
η
το
πολύνευρ
ο
κλητική
πολύνευρ
ε
πολύνευρ
η
πολύνευρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολύνευρ
οι
οι
πολύνευρ
ες
τα
πολύνευρ
α
γενική
των
πολύνευρ
ων
των
πολύνευρ
ων
των
πολύνευρ
ων
αιτιατική
τους
πολύνευρ
ους
τις
πολύνευρ
ες
τα
πολύνευρ
α
κλητική
πολύνευρ
οι
πολύνευρ
ες
πολύνευρ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολύνευρος
<
πολύ-
+
νεύρο
Επίθετο
επεξεργασία
πολύνευρος, -η, -ο
που έχει πολλές
νευρώσεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολύνευρος