πολωνέζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολωνέζα | οι | πολωνέζες |
γενική | της | πολωνέζας | — | |
αιτιατική | την | πολωνέζα | τις | πολωνέζες |
κλητική | πολωνέζα | πολωνέζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολωνέζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική polonaise
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολωνέζα θηλυκό
- (χορός) πολωνικός χορός σε τριμερή ρυθμό
- η μουσική γι' αυτόν το χορό
- ⮡ οι σουίτες του Μπαχ περιλαμβάνουν και πολωνέζες
- ⮡ οι πιο γνωστές πολωνέζες, είναι οι πολωνέζ του Σοπέν, για πιάνο
Σημειώσεις
επεξεργασία- Οι έλληνες μουσικοί χρησιμοποιούν πιο συχνά τον γαλλικό όρο, με γαλλική προφορά (/pɔlɔˈnɛz/), ίδια για τον ενικό και τον πληθυντικό.
- Ο μουσικός όρος “σε στυλ πολωνέζας” αποδίδεi το ιταλικό “alla polacca”.
- Σε παλαιές παρτιτούρες υπάρχει η παρωχημένη γραφή: πολωναίζες με μεταγραμματισμό της γαλλικής κατάληξης ‑aise (polonaise).
- Ασυνήθιστη είναι η φωνητική γραφή πολονέζα.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πολωνέζα στη Βικιπαίδεια