Πολωνέζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πολωνέζα | οι | Πολωνέζες |
γενική | της | Πολωνέζας | — | |
αιτιατική | την | Πολωνέζα | τις | Πολωνέζες |
κλητική | Πολωνέζα | Πολωνέζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΠολωνέζα θηλυκό
- (εθνικό όνομα, οικείο) η Πολωνή
- (μουσική) τίτλος μουσικού έργου που έχει τη μορφή πολωνέζας
- η Πολωνέζα-Φαντασία του Σοπέν είναι η αγαπημένη μου απ' όλες τις πολωνέζες του
Μεταφράσεις
επεξεργασία Πολωνέζα
→ δείτε τη λέξη Πολωνή |