πολφίτιδα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πολφίτιδα < (καθαρεύουσα) πολφῖτις < πολφός + -ῖτις (-ίτιδα), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pulpite
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πολφίτιδα θηλυκό
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πολφός
πολφίτιδα θηλυκό