• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

πολφίτιδα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολφίτιδα οι πολφίτιδες
      γενική της πολφίτιδας των πολφίτιδων
    αιτιατική την πολφίτιδα τις πολφίτιδες
     κλητική πολφίτιδα πολφίτιδες
όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πολφίτιδα < (καθαρεύουσα) πολφῖτις < πολφός + -ῖτις (-ίτιδα), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pulpite

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πολφίτιδα θηλυκό

  • (ιατρική) φλεγμονή του οδοντικού πολφού

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη πολφός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    πολφίτιδα
  • γαλλικά : pulpite (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πολφίτιδα&oldid=4694019"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Αυγούστου 2020, στις 00:20

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Αυγούστου 2020, στις 00:20.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie