↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυτμηματικός η πολυτμηματική το πολυτμηματικό
      γενική του πολυτμηματικού της πολυτμηματικής του πολυτμηματικού
    αιτιατική τον πολυτμηματικό την πολυτμηματική το πολυτμηματικό
     κλητική πολυτμηματικέ πολυτμηματική πολυτμηματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυτμηματικοί οι πολυτμηματικές τα πολυτμηματικά
      γενική των πολυτμηματικών των πολυτμηματικών των πολυτμηματικών
    αιτιατική τους πολυτμηματικούς τις πολυτμηματικές τα πολυτμηματικά
     κλητική πολυτμηματικοί πολυτμηματικές πολυτμηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυτμηματικός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία