↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυτεκνικός η πολυτεκνική το πολυτεκνικό
      γενική του πολυτεκνικού της πολυτεκνικής του πολυτεκνικού
    αιτιατική τον πολυτεκνικό την πολυτεκνική το πολυτεκνικό
     κλητική πολυτεκνικέ πολυτεκνική πολυτεκνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυτεκνικοί οι πολυτεκνικές τα πολυτεκνικά
      γενική των πολυτεκνικών των πολυτεκνικών των πολυτεκνικών
    αιτιατική τους πολυτεκνικούς τις πολυτεκνικές τα πολυτεκνικά
     κλητική πολυτεκνικοί πολυτεκνικές πολυτεκνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυτεκνικός (νεολογισμός) < πολύτεκν(ος) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυτεκνικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία