Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυσυλλεκτικός η πολυσυλλεκτική το πολυσυλλεκτικό
      γενική του πολυσυλλεκτικού της πολυσυλλεκτικής του πολυσυλλεκτικού
    αιτιατική τον πολυσυλλεκτικό την πολυσυλλεκτική το πολυσυλλεκτικό
     κλητική πολυσυλλεκτικέ πολυσυλλεκτική πολυσυλλεκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυσυλλεκτικοί οι πολυσυλλεκτικές τα πολυσυλλεκτικά
      γενική των πολυσυλλεκτικών των πολυσυλλεκτικών των πολυσυλλεκτικών
    αιτιατική τους πολυσυλλεκτικούς τις πολυσυλλεκτικές τα πολυσυλλεκτικά
     κλητική πολυσυλλεκτικοί πολυσυλλεκτικές πολυσυλλεκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυσυλλεκτικός < πολύ + συλλεκτικός

  Επίθετο επεξεργασία

πολυσυλλεκτικός

  1. κάποιος ο οποίος συλλέγει από πολλές πλευρές / από πολλά μέρη
    πολυσυλλεκτικός υποψήφιος στις εκλογές
    πολυσυλλεκτικό κόμμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία