πολυσυλλεκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυσυλλεκτικός < πολύ + συλλεκτικός
Επίθετο
επεξεργασίαπολυσυλλεκτικός
- κάποιος ο οποίος συλλέγει από πολλές πλευρές / από πολλά μέρη
- πολυσυλλεκτικός υποψήφιος στις εκλογές
- πολυσυλλεκτικό κόμμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυσυλλεκτικός
|