Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολυμεταλλισμός οι πολυμεταλλισμοί
      γενική του πολυμεταλλισμού των πολυμεταλλισμών
    αιτιατική τον πολυμεταλλισμό τους πολυμεταλλισμούς
     κλητική πολυμεταλλισμέ πολυμεταλλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυμεταλλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polymetallism < αρχαία ελληνική πολύς + μέταλλον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυμεταλλισμός αρσενικό

  1. (οικονομία) νομισματικό σύστημα στο οποίο γίνεται χρήση περισσότερων του ενός μετάλλων
  2. (οδοντιατρική) η χρήση πολλών και διαφορετικών μετάλλων ή αμαλγαμάτων από πολλά μέταλλα

  Μεταφράσεις επεξεργασία