πολυμεταλλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυμεταλλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polymetallism < αρχαία ελληνική πολύς + μέταλλον
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυμεταλλισμός αρσενικό
- (οικονομία) νομισματικό σύστημα στο οποίο γίνεται χρήση περισσότερων του ενός μετάλλων
- (οδοντιατρική) η χρήση πολλών και διαφορετικών μετάλλων ή αμαλγαμάτων από πολλά μέταλλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυμεταλλισμός