πολυγένεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολυγένεση | οι | πολυγενέσεις |
γενική | της | πολυγένεσης* | των | πολυγενέσεων |
αιτιατική | την | πολυγένεση | τις | πολυγενέσεις |
κλητική | πολυγένεση | πολυγενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πολυγενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολυγένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polygenesis < αρχαία ελληνική πολύς + γένεσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυγένεση θηλυκό
- (βιολογία, ανθρωπολογία) θεωρία που υποστηρίζει ότι οι διαφορετικές φυλές ή φυλογενετικές ομάδες των ανθρώπων προέρχονται από κύτταρα ή έμβρυα διαφορετικών ειδών
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυγένεση