Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονογένεση οι μονογενέσεις
      γενική της μονογένεσης* των μονογενέσεων
    αιτιατική τη μονογένεση τις μονογενέσεις
     κλητική μονογένεση μονογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μονογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική monogenesis < αρχαία ελληνική μόνος + γένεσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονογένεση θηλυκό

  1. (βιολογία, ανθρωπολογία) θεωρία που υποστηρίζει ότι οι διαφορετικές φυλές ή φυλογενετικές ομάδες των ανθρώπων προέρχονται από μία κοινή προέλευση
  2. (βιολογία) άλλη μορφή του μονογονία

  Μεταφράσεις επεξεργασία