Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυακόρεστος η πολυακόρεστη το πολυακόρεστο
      γενική του πολυακόρεστου της πολυακόρεστης του πολυακόρεστου
    αιτιατική τον πολυακόρεστο την πολυακόρεστη το πολυακόρεστο
     κλητική πολυακόρεστε πολυακόρεστη πολυακόρεστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυακόρεστοι οι πολυακόρεστες τα πολυακόρεστα
      γενική των πολυακόρεστων των πολυακόρεστων των πολυακόρεστων
    αιτιατική τους πολυακόρεστους τις πολυακόρεστες τα πολυακόρεστα
     κλητική πολυακόρεστοι πολυακόρεστες πολυακόρεστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

/?/

  Ετυμολογία el επεξεργασία

πολυακόρεστος < αγγλικά: polyunsaturated < πολυ- + ακόρεστος

  Επίθετο επεξεργασία

πολυακόρεστος (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  • (βιοχημεία) που έχει περισσότερους από έναν διπλό ή τριπλό δεσμό άνθρακα στο μόριό της (για χημική ένωση) [lexigram.gr]

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Polyunsaturated Fats - American Heart Association[1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία