πολυακόρεστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία/?/
Ετυμολογία el
επεξεργασίαπολυακόρεστος < αγγλικά: polyunsaturated < πολυ- + ακόρεστος
Επίθετο
επεξεργασίαπολυακόρεστος (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- (βιοχημεία) που έχει περισσότερους από έναν διπλό ή τριπλό δεσμό άνθρακα στο μόριό της (για χημική ένωση) [lexigram.gr]
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Polyunsaturated Fats - American Heart Association[1]