↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυαισθησία οι πολυαισθησίες
      γενική της πολυαισθησίας των πολυαισθησιών
    αιτιατική την πολυαισθησία τις πολυαισθησίες
     κλητική πολυαισθησία πολυαισθησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυαισθησία < πολυ + αίσθησ(η) + -ία (λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyaesthesia)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολυαισθησία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)