πολεοδόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολεοδόμος < πόλις + δέμω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολεοδόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο επιστήμονας ειδικευμένος στην πολεοδομία