Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποιμενισμός οι ποιμενισμοί
      γενική του ποιμενισμού των ποιμενισμών
    αιτιατική τον ποιμενισμό τους ποιμενισμούς
     κλητική ποιμενισμέ ποιμενισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

ποιμενισμός < ποιμήν, ποιμέν(ος) + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποιμενισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.