↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποικιλόφωνος η ποικιλόφωνη το ποικιλόφωνο
      γενική του ποικιλόφωνου της ποικιλόφωνης του ποικιλόφωνου
    αιτιατική τον ποικιλόφωνο την ποικιλόφωνη το ποικιλόφωνο
     κλητική ποικιλόφωνε ποικιλόφωνη ποικιλόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποικιλόφωνοι οι ποικιλόφωνες τα ποικιλόφωνα
      γενική των ποικιλόφωνων των ποικιλόφωνων των ποικιλόφωνων
    αιτιατική τους ποικιλόφωνους τις ποικιλόφωνες τα ποικιλόφωνα
     κλητική ποικιλόφωνοι ποικιλόφωνες ποικιλόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποικιλόφωνος < ποικίλος + -φωνος (< φωνή)

  Επίθετο

επεξεργασία

ποικιλόφωνος, -η, -ο

  1. αυτός που μιλάει ή τραγουδάει με ποικίλους τρόπους
  2. (συνεκδοχικά) πολύφωνος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία