ποικιλόφωνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ποικιλόφωνος, -η, -ο
- αυτός που μιλάει ή τραγουδάει με ποικίλους τρόπους
- (συνεκδοχικά) πολύφωνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποικιλόφωνος
|
ποικιλόφωνος, -η, -ο
|