↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποικιλόγραμμος η ποικιλόγραμμη το ποικιλόγραμμο
      γενική του ποικιλόγραμμου της ποικιλόγραμμης του ποικιλόγραμμου
    αιτιατική τον ποικιλόγραμμο την ποικιλόγραμμη το ποικιλόγραμμο
     κλητική ποικιλόγραμμε ποικιλόγραμμη ποικιλόγραμμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποικιλόγραμμοι οι ποικιλόγραμμες τα ποικιλόγραμμα
      γενική των ποικιλόγραμμων των ποικιλόγραμμων των ποικιλόγραμμων
    αιτιατική τους ποικιλόγραμμους τις ποικιλόγραμμες τα ποικιλόγραμμα
     κλητική ποικιλόγραμμοι ποικιλόγραμμες ποικιλόγραμμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποικιλόγραμμος < αρχαία ελληνική ποικῐλόγραμμος[1] < ποικίλος + γραμμή

  Επίθετο

επεξεργασία

ποικιλόγραμμος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. ποικιλόγραμμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.