ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ποδαγρικός ποδαγρική τὸ ποδαγρικόν
      γενική τοῦ ποδαγρικοῦ τῆς ποδαγρικῆς τοῦ ποδαγρικοῦ
      δοτική τῷ ποδαγρικ τῇ ποδαγρικ τῷ ποδαγρικ
    αιτιατική τὸν ποδαγρικόν τὴν ποδαγρικήν τὸ ποδαγρικόν
     κλητική ! ποδαγρικέ ποδαγρική ποδαγρικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ποδαγρικοί αἱ ποδαγρικαί τὰ ποδαγρικᾰ́
      γενική τῶν ποδαγρικῶν τῶν ποδαγρικῶν τῶν ποδαγρικῶν
      δοτική τοῖς ποδαγρικοῖς ταῖς ποδαγρικαῖς τοῖς ποδαγρικοῖς
    αιτιατική τοὺς ποδαγρικούς τὰς ποδαγρικᾱ́ς τὰ ποδαγρικᾰ́
     κλητική ! ποδαγρικοί ποδαγρικαί ποδαγρικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ποδαγρικώ τὼ ποδαγρικᾱ́ τὼ ποδαγρικώ
      γεν-δοτ τοῖν ποδαγρικοῖν τοῖν ποδαγρικαῖν τοῖν ποδαγρικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποδαγρικός < ποδάγρα + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ποδαγρικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

  1. που πάσχει από ποδάγρα
  2. (για φάρμακα) που θεραπεύει την ποδάγρα

Συγγενικά

επεξεργασία