Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλοϊκός η πλοϊκή το πλοϊκό
      γενική του πλοϊκού της πλοϊκής του πλοϊκού
    αιτιατική τον πλοϊκό την πλοϊκή το πλοϊκό
     κλητική πλοϊκέ πλοϊκή πλοϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλοϊκοί οι πλοϊκές τα πλοϊκά
      γενική των πλοϊκών των πλοϊκών των πλοϊκών
    αιτιατική τους πλοϊκούς τις πλοϊκές τα πλοϊκά
     κλητική πλοϊκοί πλοϊκές πλοϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλοϊκός < ελληνιστική κοινή πλοϊκός[1] < αρχαία ελληνική πλόϊμος / πλώϊμος < πλόος

  Επίθετο επεξεργασία

πλοϊκός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. πλοϊκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.