πλουτολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλουτολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική plutology < αρχαία ελληνική πλοῦτος + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλουτολογία θηλυκό
- (παρωχημένο, οικονομία) επιστήμη που μελετούσε την απόκτηση πλούτου και τη διαλθεσή του για την ικανοποίηση ποικίλων αναγκών
Συγγενικά
επεξεργασία- πλουτολογικός
- → δείτε τις λέξεις πλούτος και λέγω