πλημμεληματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλημμεληματικός < πλημμέλημα + -τικός < αρχαία ελληνική πλημμέλημα < πλημμελής < πλήν + μέλος
Επίθετο
επεξεργασίαπλημμεληματικός
- που έχει σχέση με πλημμέλημα ή πλημμέλεια ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλημμεληματικός
|