πληγέντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πληγείς & πληγέντας |
η | πληγείσα | το | πληγέν |
γενική | του | πληγέντος & πληγέντα |
της | πληγείσας & πληγείσης* |
του | πληγέντος |
αιτιατική | τον | πληγέντα | την | πληγείσα | το | πληγέν |
κλητική | πληγείς & πληγέντα |
πληγείσα | πληγέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πληγέντες | οι | πληγείσες | τα | πληγέντα |
γενική | των | πληγέντων | των | πληγεισών | των | πληγέντων |
αιτιατική | τους | πληγέντες | τις | πληγείσες | τα | πληγέντα |
κλητική | πληγέντες | πληγείσες | πληγέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγέντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πληγέντας < πληγ(είς) + -έντας από την αιατική «τον πληγέντα»
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pliˈʝen.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλη‐γέ‐ντας
Μετοχή
επεξεργασίαπληγέντας, -είσα, -έν
- μορφή του πληγείς με νεότερες καταλήξεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πληγείς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπληγέντᾰς
- (αρσενικό) αιτιατική πληθυντικού του πληγείς