πλατύποδας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλατύποδας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλατύπους από την αιτιατική τὸν πλατύποδα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /plaˈti.po.ðas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐τύ‐πο‐δας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλατύποδας αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- νεολατινικά: Platypus (γένος εντόμων)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλατύποδας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπλατύποδας
- (αρσενικό ή θηλυκό) αιτιατική πληθυντικού του πλατύπους