Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλανοδιοπώληση οι πλανοδιοπωλήσεις
      γενική της πλανοδιοπώλησης* των πλανοδιοπωλήσεων
    αιτιατική την πλανοδιοπώληση τις πλανοδιοπωλήσεις
     κλητική πλανοδιοπώληση πλανοδιοπωλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλανοδιοπωλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλανοδιοπώληση < πλανόδιος + -ο- + πώληση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλανοδιοπώληση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία