πλανοδιοπωλώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
πλανοδιοπωλώ
- (ιδιωματικό) (κυπριακά) είμαι πλανοδιοπώλης
- ※ Κανένας δεν μπορεί μέσα στα όρια της κοινότητας να πλανοδιοπωλεί οποιαδήποτε προϊόντα οποιασδήποτε φύσεως χωρίς τη γραπτή άδεια του Συμβουλίου. Το Συμβούλιο έχει τη διακριτική εξουσία για τη χορήγηση ή μη της δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου άδειας και μπορεί να απαγορεύει ή να περιορίζει την πλανοδιοπώληση σε ορισμένες περιοχές ή δρόμους μέσα στα όρια της κοινότητας και να επιβάλλει στην άδεια όρους όσον αφορά τις ώρες και τα προϊόντα πλανοδιοπώλησης ή τέτοιους άλλους όρους, παρεμφερείς ή συμπληρωματικούς, τους οποίους θεωρεί σκόπιμο. (Ο περί Κοινοτήτων Νόμος του 1999–86(I)/1999)
Συγγενικά επεξεργασία
- πλανοδιοπώλης
- πλανοδιοπώληση
- → δείτε τις λέξεις πλανόδιος και πωλώ
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλανοδιοπωλώ | πλανοδιοπωλούσα | θα πλανοδιοπωλώ | να πλανοδιοπωλώ | πλανοδιοπωλώντας | |
β' ενικ. | πλανοδιοπωλείς | πλανοδιοπωλούσες | θα πλανοδιοπωλείς | να πλανοδιοπωλείς | (πλανοδιοπώλει) | |
γ' ενικ. | πλανοδιοπωλεί | πλανοδιοπωλούσε | θα πλανοδιοπωλεί | να πλανοδιοπωλεί | ||
α' πληθ. | πλανοδιοπωλούμε | πλανοδιοπωλούσαμε | θα πλανοδιοπωλούμε | να πλανοδιοπωλούμε | ||
β' πληθ. | πλανοδιοπωλείτε | πλανοδιοπωλούσατε | θα πλανοδιοπωλείτε | να πλανοδιοπωλείτε | πλανοδιοπωλείτε | |
γ' πληθ. | πλανοδιοπωλούν(ε) | πλανοδιοπωλούσαν(ε) | θα πλανοδιοπωλούν(ε) | να πλανοδιοπωλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλανοδιοπώλησα | θα πλανοδιοπωλήσω | να πλανοδιοπωλήσω | πλανοδιοπωλήσει | ||
β' ενικ. | πλανοδιοπώλησες | θα πλανοδιοπωλήσεις | να πλανοδιοπωλήσεις | πλανοδιοπώλησε | ||
γ' ενικ. | πλανοδιοπώλησε | θα πλανοδιοπωλήσει | να πλανοδιοπωλήσει | |||
α' πληθ. | πλανοδιοπωλήσαμε | θα πλανοδιοπωλήσουμε | να πλανοδιοπωλήσουμε | |||
β' πληθ. | πλανοδιοπωλήσατε | θα πλανοδιοπωλήσετε | να πλανοδιοπωλήσετε | πλανοδιοπωλήστε | ||
γ' πληθ. | πλανοδιοπώλησαν πλανοδιοπωλήσαν(ε) |
θα πλανοδιοπωλήσουν(ε) | να πλανοδιοπωλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πλανοδιοπωλήσει | είχα πλανοδιοπωλήσει | θα έχω πλανοδιοπωλήσει | να έχω πλανοδιοπωλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πλανοδιοπωλήσει | είχες πλανοδιοπωλήσει | θα έχεις πλανοδιοπωλήσει | να έχεις πλανοδιοπωλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πλανοδιοπωλήσει | είχε πλανοδιοπωλήσει | θα έχει πλανοδιοπωλήσει | να έχει πλανοδιοπωλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πλανοδιοπωλήσει | είχαμε πλανοδιοπωλήσει | θα έχουμε πλανοδιοπωλήσει | να έχουμε πλανοδιοπωλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πλανοδιοπωλήσει | είχατε πλανοδιοπωλήσει | θα έχετε πλανοδιοπωλήσει | να έχετε πλανοδιοπωλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πλανοδιοπωλήσει | είχαν πλανοδιοπωλήσει | θα έχουν πλανοδιοπωλήσει | να έχουν πλανοδιοπωλήσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλανοδιοπωλώ
|