Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλακουντιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πλακουντιακ
ός
η
πλακουντιακ
ή
το
πλακουντιακ
ό
γενική
του
πλακουντιακ
ού
της
πλακουντιακ
ής
του
πλακουντιακ
ού
αιτιατική
τον
πλακουντιακ
ό
την
πλακουντιακ
ή
το
πλακουντιακ
ό
κλητική
πλακουντιακ
έ
πλακουντιακ
ή
πλακουντιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πλακουντιακ
οί
οι
πλακουντιακ
ές
τα
πλακουντιακ
ά
γενική
των
πλακουντιακ
ών
των
πλακουντιακ
ών
των
πλακουντιακ
ών
αιτιατική
τους
πλακουντιακ
ούς
τις
πλακουντιακ
ές
τα
πλακουντιακ
ά
κλητική
πλακουντιακ
οί
πλακουντιακ
ές
πλακουντιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλακουντιακός
<
πλακούντας
+
-ιακός
Επίθετο
επεξεργασία
πλακουντιακός
που έχει
σχέση
με τον
πλακούντα
, αναφέρεται σ’ αυτόν ή προέρχεται απ’ αυτόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλακουντιακός