πηρομελής
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πηρομελής | η | πηρομελής | το | πηρομελές |
γενική | του | πηρομελούς* | της | πηρομελούς | του | πηρομελούς |
αιτιατική | τον | πηρομελή | την | πηρομελή | το | πηρομελές |
κλητική | πηρομελή(ς) | πηρομελής | πηρομελές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πηρομελείς | οι | πηρομελείς | τα | πηρομελή |
γενική | των | πηρομελών | των | πηρομελών | των | πηρομελών |
αιτιατική | τους | πηρομελείς | τις | πηρομελείς | τα | πηρομελή |
κλητική | πηρομελείς | πηρομελείς | πηρομελή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πηρομελής < ελληνιστική κοινή πηρομελής < αρχαία ελληνική πηρός + μέλος
Επίθετο επεξεργασία
πηρομελής
Συγγενικά επεξεργασία
- πηρομέλεια
- → δείτε τις λέξεις πηρός και μέλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
πηρομελής
|