Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πηλοληψία οι πηλοληψίες
      γενική της πηλοληψίας των πηλοληψιών
    αιτιατική την πηλοληψία τις πηλοληψίες
     κλητική πηλοληψία πηλοληψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πηλοληψία < πηλός + -ο- + -ληψία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πηλοληψία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία